- ιδιοκατοίκηση
- η1. το να κατοικεί κάποιος στο δικό του ιδιόκτητο σπίτι και όχι σε νοικιασμένο2. το δικαίωμα τού ιδιοκτήτη να πάρει για δική του κατοίκηση την κατοικία που έχει νοικιάσει σε άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + κατοίκηση (< κατοικώ)].
Dictionary of Greek. 2013.